ῥυσίβωμος

ῥυσίβωμος
ῥῡσῐ-βωμος, ον,
A defending altars, Id.Eu.920 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρυσίβωμος — ον, Α αυτός που φυλάγει, που υπερασπίζεται τους βωμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + βωμός (πρβλ. ὁμό βωμος)] …   Dictionary of Greek

  • ῥυσίβωμον — ῥῡσίβωμον , ῥυσίβωμος defending altars masc/fem acc sg ῥῡσίβωμον , ῥυσίβωμος defending altars neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”